- φασίνα
- η, Ν1. ναυτ. λινάτσα, κουρέλι ή και κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται είτε για την περιέλιξη τών σχοινιών είτε για τον καθαρισμό τού πλοίου2. μτφ. γενική καθαριότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascina].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασίνα — η 1. (ναυτ.), πισσωτή λουρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν χοντρό σκοινί, για να το προφυλάξουν από την τριβή. 2. γενικό σφουγγάρισμα, εντατικό πλύσιμο χώρου, γενική καθαριότητα: Θα επιθεωρήσει ο διοικητής κι έχουμε φασίνα στο λόχο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κειρία — η (Α κειρία και κηρία και καιρία και κιρία) νεοελλ. ναυτ. πισσωμένη πάνινη ταινία για περιτύλιγμα σχοινιού ώστε αυτό να προφυλάσσεται από την τριβή, κν. φασίνα αρχ. 1. σχοινιά ή ιμάντες τεντωμένοι κατά μήκος και κατά πλάτος τού κρεβατιού, πάνω… … Dictionary of Greek